- κατοψέ
- κατοψέ (Α)επίρρ. αργά το βράδυ.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀψέ «αργά το βράδυ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοψέ — late at night indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek